- εκφαντικός
- -ή, -ό (AM ἐκφαντικός, -ή, -όν)Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός«δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.)δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών θεώνII. επίρρ. εκφαντικώςμε τρόπο αποκαλυπτικό.
Dictionary of Greek. 2013.